τσόπερ

τσόπερ
το, Ν
1. (ηλεκτρολ.) διάταξη που αποκαθιστά και διακόπτει τη λειτουργία ενός ηλεκτρικού κυκλώματος σε τακτά χρονικά διαστήματα
2. είδος μοτοσικλέτας με υπερυψωμένο τιμόνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”